Πλαταιῆς

Πλαταιῆς
Πλαταιεῖς
at Plataeae
masc nom pl (attic)
Πλαταιεῖς
at Plataeae
masc nom/voc pl
Πλαταιός
fem gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μαραθωνάδε — (Α) επίρρ. στον Μαραθώνα («Πλαταιῆς... ἐβοήθησαν Μαραθωνάδε», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Μαραθώνας + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Κόων δε)] …   Dictionary of Greek

  • Πλαταιείς — και ιων. τ. Πλαταιέες και αττ. τ. Πλαταιῆς, οἱ, Α [Πλαταιαί] (στην Αθήνα) απελεύθεροι, δούλοι οι οποίοι είχαν απελευθερωθεί και είχαν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα με τους κατοίκους τών Πλαταιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”